- χαλβατζήδικο
- το см. χαλβαδοποιείο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλβατζήδικο — το, Ν χαλβαδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβατζήδ ες, πληθ. τού χαλβατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. σουβλατζήδ ικο)] … Dictionary of Greek